ἐπίπερκνος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίπερκνος]], -ον και [[ἐπίπερκος]], -ον (Α) [[περκνός]]<br />[[μαυρειδερός]], μελανόχρωμος, [[κυρίως]] για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το [[χρώμα]] μερικών [[λαγών]] («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]<br />οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=[[ἐπίπερκνος]], -ον και [[ἐπίπερκος]], -ον (Α) [[περκνός]]<br />[[μαυρειδερός]], μελανόχρωμος, [[κυρίως]] για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το [[χρώμα]] μερικών [[λαγών]] («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]<br />οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίπερκνος:''' -ον, αυτός που είναι κάπως [[σκούρος]], λέγεται για το [[χρώμα]] συγκεκριμένων [[λαγών]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
noirâtre.
Étymologie: ἐπί, περκνός.
Greek Monolingual
ἐπίπερκνος, -ον και ἐπίπερκος, -ον (Α) περκνός
μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]
οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίπερκνος: -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.