δραμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δραμάτιον]], το (Α)<br />δραματάκι, [[δράμα]] δευτερεύουσας σημασίας.
|mltxt=[[δραμάτιον]], το (Α)<br />δραματάκι, [[δράμα]] δευτερεύουσας σημασίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾱμάτιον:''' τό, υποκορ. του <i>δράματος</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτιον Medium diacritics: δραμάτιον Low diacritics: δραμάτιον Capitals: ΔΡΑΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: dramátion Transliteration B: dramation Transliteration C: dramation Beta Code: drama/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of δρᾶμα, Plu.Dem.4;

   A δ. σατυρικόν Ath.13.595e.

German (Pape)

[Seite 665] τό, dim. zu δρᾶμα, ein kleines Schauspiel, Plut. Dem. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δρᾶμα, Πλούτ. Δημοσθ. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pièce de théâtre.
Étymologie: δρᾶμα.

Spanish (DGE)

-ου, τό
representación δ. εἰς τοῦτο κωμῳδῶν ... πεποίηκεν Plu.Dem.4, τὸ σατυρικὸν δ. Ath.595e.

Greek Monolingual

δραμάτιον, το (Α)
δραματάκι, δράμα δευτερεύουσας σημασίας.

Greek Monotonic

δρᾱμάτιον: τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.