λαθροπόδης: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαθροπόδης]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγο</i>-<i>πόδης</i>]. | |mltxt=[[λαθροπόδης]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγο</i>-<i>πόδης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαθροπόδης:''' -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα [[κρυφά]], που έρπει, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A stealthy-paced, AP 9.409 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 6] oder λαθρόπους, -ποδος, heimlich gehend. schleichend, λαθροπόδας τόκους, Antiphan. ep. 3 (IX, 409), von den Zinsen, die allmälig das ganze Vermögen verzehren.
Greek (Liddell-Scott)
λαθροπόδης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως περιπατῶν, ἕρπων, Ἀνθ. Π. 9. 409.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
qui s’avance secrètement ou insensiblement.
Étymologie: λάθρᾳ, πούς.
Greek Monolingual
λαθροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγο-πόδης].
Greek Monotonic
λαθροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα κρυφά, που έρπει, σε Ανθ.