τροχηλάτης: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αρματηλάτης]], [[ηνίοχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τροχηλάτης]] [[ἵππος]]» — [[άλογο]] κατάλληλο για αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμαξ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>κωπ</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αρματηλάτης]], [[ηνίοχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τροχηλάτης]] [[ἵππος]]» — [[άλογο]] κατάλληλο για αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμαξ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>κωπ</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροχηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο [[ηνίοχος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλάτης Medium diacritics: τροχηλάτης Low diacritics: τροχηλάτης Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: trochēlátēs Transliteration B: trochēlatēs Transliteration C: trochilatis Beta Code: troxhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)

   A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39.    2 τ. ἵππος, = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.