ἀπέχθημα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπέχθημα]], το (Α)<br />[[αντικείμενο]] μίσους ή αποστροφής. | |mltxt=[[ἀπέχθημα]], το (Α)<br />[[αντικείμενο]] μίσους ή αποστροφής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπέχθημα:''' -ατος, τό ([[ἀπεχθάνομαι]]), [[αντικείμενο]] μίσους, ό,τι μισεί [[κάποιος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A object of hate, ETr.425.
German (Pape)
[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto de odio κήρυκες, ... ἀ. ... βροτοῖς E.Tr.425.
Greek Monolingual
ἀπέχθημα, το (Α)
αντικείμενο μίσους ή αποστροφής.
Greek Monotonic
ἀπέχθημα: -ατος, τό (ἀπεχθάνομαι), αντικείμενο μίσους, ό,τι μισεί κάποιος, σε Ευρ.