ἀντιψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιψηφίζομαι]] (Α)<br />[[καταψηφίζω]].
|mltxt=[[ἀντιψηφίζομαι]] (Α)<br />[[καταψηφίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[ψηφίζω]] ενάντια σε, [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιψηφίζομαι Medium diacritics: ἀντιψηφίζομαι Low diacritics: αντιψηφίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antipsēphízomai Transliteration B: antipsēphizomai Transliteration C: antipsifizomai Beta Code: a)ntiyhfi/zomai

English (LSJ)

   A vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.

Spanish (DGE)

votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.

Greek Monolingual

ἀντιψηφίζομαι (Α)
καταψηφίζω.

Greek Monotonic

ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.