ταχυεργός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[ταχυεργός]], -όν, ΝΜΑ<br />Ο γρήγορος στη [[διεκπεραίωση]] ενός έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευσπευσμένος, [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>θρασυ</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=-ό / [[ταχυεργός]], -όν, ΝΜΑ<br />Ο γρήγορος στη [[διεκπεραίωση]] ενός έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευσπευσμένος, [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>θρασυ</i>-<i>εργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχυεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]].
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠεργός Medium diacritics: ταχυεργός Low diacritics: ταχυεργός Capitals: ΤΑΧΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: tachyergós Transliteration B: tachyergos Transliteration C: tachyergos Beta Code: taxuergo/s

English (LSJ)

όν,

   A doing or working quickly, Nonn.D.28.79; ὀπός ib.29.157; epith. of Horus, Sammelb.5620.14.    II hasty, App.Pun.47, BC2.120, Adam.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυεργός: -όν, ὁ ταχέως ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, ἀσταθής, Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
prompt à exécuter, diligent ; en mauv. part expéditif.
Étymologie: ταχύς, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑ
Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου
αρχ.
1. ευσπευσμένος, βιαστικός
2. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. θρασυ-εργός].

Greek Monotonic

τᾰχυεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει κάτι γρήγορα.