βουλήεις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουλήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βουλή]]<br />αυτός που έχει ορθή [[κρίση]], ο [[συνετός]].
|mltxt=[[βουλήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βουλή]]<br />αυτός που έχει ορθή [[κρίση]], ο [[συνετός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλήεις:''' -εσσα, -εν ([[βουλή]]), αυτός που έχει σωστή [[γνώμη]], [[συνετός]], σε Σόλωνα.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλήεις Medium diacritics: βουλήεις Low diacritics: βουλήεις Capitals: ΒΟΥΛΗΕΙΣ
Transliteration A: boulḗeis Transliteration B: boulēeis Transliteration C: voulieis Beta Code: boulh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of good counsel, sage, Sol.33.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.

Greek Monolingual

βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.

Greek Monotonic

βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.