βαρυόργητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(big3_8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰρῠόργητος) -ον [[que se irrita gravemente]] Πιερίδες <i>AP</i> 5.107 (Phld.). | |dgtxt=(βᾰρῠόργητος) -ον [[que se irrita gravemente]] Πιερίδες <i>AP</i> 5.107 (Phld.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρῠόργητος:''' -ον ([[ὀργάω]]), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceeding angry, Πιερίδες AP5.106 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυόργητος: -ον, ὁ βαρέως, σφοδρῶς ὠργισμένος, Ἀνθ. II. 5. 107
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve une violente colère.
Étymologie: βαρύς, ὀργάω.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠόργητος) -ον que se irrita gravemente Πιερίδες AP 5.107 (Phld.).
Greek Monotonic
βᾰρῠόργητος: -ον (ὀργάω), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ.