ἱππόλοφος: Difference between revisions
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»]. | |mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[χαίτη]] ή [[λοφίο]], [[περικεφαλαία]] από αλογότριχες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.
German (Pape)
[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni d’une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.
Greek Monolingual
ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].
Greek Monotonic
ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.