ἀπάρτιον: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπάρτιον]], το (Α)<br />[[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>άρτιον</i>, ουδ. του επιθ. [[άρτιος]]]. | |mltxt=[[ἀπάρτιον]], το (Α)<br />[[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>άρτιον</i>, ουδ. του επιθ. [[άρτιος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπάρτιον:''' τό, [[πώληση]] αγαθών μέσω δημοπρασίας, μέσω πλειστηριασμού, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
προγράφειν, (ἀπαρτία) put up
A goods to public sale, Plu.Cic. 27, 2.205c.
German (Pape)
[Seite 281] προγράφειν, seine Güter zum öffentlichen Verkauf ausbieten, Plut. Reg. apophthg. p. 164; dah. emendat. Cic. 27, wenn nicht ἀπαρτίαν (w. m. s.) zu lesen, für das corrumpirte ἁμαρτίαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρτιον: προγράφειν, (ἀπαρτία), Λατ. auctionem bonorum proscribere, ἐκθέτω εἰς δημοπρασίαν τὰ ἔπιπλά μου, «ἔστι δὲ ἀπάρτιον, ἡ τῶν ἐπίπλων πρᾶσις ἡ ὑπὸ κήρυκι γινομένη» (Κοραῆς), Πλουτ. Κικ. 27., 2. 205C.
French (Bailly abrégé)
προγράφειν afficher une vente aux enchères.
Étymologie: ἀπαρτί.
Greek Monolingual
ἀπάρτιον, το (Α)
δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άρτιον, ουδ. του επιθ. άρτιος].
Greek Monotonic
ἀπάρτιον: τό, πώληση αγαθών μέσω δημοπρασίας, μέσω πλειστηριασμού, σε Πλούτ.