ἀργυροστερής: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]]. | |mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠροστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερεί από κάποιον το [[ασήμι]], δηλ. τα χρήματά του, ο [[ληστής]]· [[βίος]] [[ἀργυροστερής]], ο [[τρόπος]] ζωής ληστή, [[ληστρικός]] [[βίος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (στερέω)
A robbing of silver, βίος ἀ. a robber's life, A.Ch.1002.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.
Greek Monolingual
ἀργυροστερής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].
Greek Monotonic
ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.