ἀσχάλλω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσχάλλω]] και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, [[δυσανασχετώ]], [[αδημονώ]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. το ρ. [[ασχάλλω]] προέρχεται από <i>άσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> θ. αορ. <i>σχ</i>-<i>ειν</i> του ρ. <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»]. | |mltxt=[[ἀσχάλλω]] και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, [[δυσανασχετώ]], [[αδημονώ]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. το ρ. [[ασχάλλω]] προέρχεται από <i>άσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> θ. αορ. <i>σχ</i>-<i>ειν</i> του ρ. <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσχάλλω:''' μέλ. <i>-ᾰλῶ</i>, = [[ἀσχαλάω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>τινι</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τι</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 382] (aus ἀσχαλιὠ), 1) dasselbe; θωήν, ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Od. 2, 193; absol., Soph. O. R. 937; Anacr. 12, 14; in Prosa, absol., Her. 3, 152. 9, 117 u. Sp.; τινί, Men. de re equ. 10, 6; Pol. 11, 29; ἐπί τινι, Dem. 21, 125; Pol. 16, 22 u. öfter. – 2) betrauern, θάνατον Eur. Or. 783.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤσχαλλον, f. ἀσχαλῶ;
se fâcher, s’irriter ; avec un part., de faire qch.
Étymologie: DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de ἔχω, « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.
English (Autenrieth)
be impatient, vexed, fret; with causal gen. (Od. 19.159, 534), also with part., Od. 1.304, Od. 2.193 ; γέροντα μαγις ἔχον ἀσχαλόωντό, ‘beside himself’ with grief, Il. 22.412.
Spanish (DGE)
• Morfología: gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.Pr.764, cf. tb. ἀσχαλάω
estar enfadado, irritado o afligido por c. part. pred. θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Od.2.193, μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλε ref. a Éaco, Hes.Fr.205.3, ἀσχάλλει πεσών E.Fr.285.10, ἀνάγκη τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλειν Plb.2.64.3, c. gen. abs. μηδὲν ἄγαν ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων no te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados Thgn.219, c. dat. instrum. γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖ A.Pr.764, ἀσχάλλων τῇ τραχύτητι X.Eq.10.6, τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντες Plb.11.29.1, cf. 32.11.8, τῇ διατριβῇ M.Ant.5.10.2, ἀργοῦντι τῷ πολέμῳ Plu.2.26c, c. ac. de rel. θάνατον ἀσχάλλων πατρῷον E.Or.785, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D.21.125, ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασι Plb.16.28.8, c. πρός y ac. ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν Longus 3.8.1, c. gen. abs. ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.VS 571
•abs. ἀσχάλλοις δ' ἴσως pero también podrías afligirte S.OT 937, ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε Hdt.3.152, cf. 9.117, Call.Fr.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.H.Rel.1.14.
• Etimología: Denom. de *ἄσχαλος compuesto de ἀ- priv. y la raíz de *segh- de ἔχω, q.u.
Greek Monolingual
ἀσχάλλω και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
2. θρηνώ για κάτι
3. διστάζω, είμαι επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασχάλλω προέρχεται από άσχαλος (< α- στερ. + θ. αορ. σχ-ειν του ρ. έχω + κατάλ. -αλος) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].
Greek Monotonic
ἀσχάλλω: μέλ. -ᾰλῶ, = ἀσχαλάω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τινι, για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τι, στον ίδ.