ἄτυφος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτυφος]], -ον (Α) [[τύφος]]<br />αυτός που δεν κομπάζει, ο [[ταπεινός]]. | |mltxt=[[ἄτυφος]], -ον (Α) [[τύφος]]<br />αυτός που δεν κομπάζει, ο [[ταπεινός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτῡφος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[έπαρση]] ή [[υπεροψία]], ο [[μετριόφρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not puffed up, Pl.Phdr.230a, Timo9.1; esp. of the Stoic sage, Cleanth.Stoic.1.127: Comp., Plu.Alex.45: Sup., D.L.4.37. Adv. -φως Plu.2.32d, M.Ant.1.16.4: Comp. -ότερον Hierocl.in CA19p.461M.: Sup. -ότατα Ael.Fr.137:—also ἀτῡφί, dub. in IG14.2094.
German (Pape)
[Seite 390] ohne Anmaßung u. Hochmuth, bescheiden, Plat. Phaedr. 280; Cic. Att. 6, 9; Plut. Alex. 45. – Adv. ἀτύφως, M. Ant. 1, 16; superl. ἀτυφότατα, Ael.
Greek (Liddell-Scott)
ἄτῡφος: -ον, ὁ μὴ τετυφωμένος, μὴ ἀλαζών, ταπεινόφρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, Τίμων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 761Ε: ― συγκρ. ἀτυφότερος, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης Πλούτ. Ἀλέξ. 45. ― Ἐπίρρ. -φως Πλούτ. 2. 32D· ὡσαύτως ἀτυφὶ (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 1645β., ἀτυφότατα Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀτυφία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans orgueil, modeste;
Cp. ἀτυφότερος.
Étymologie: ἀ, τύφος.
Spanish (DGE)
(ἄτῡφος) -ον
1 exento de arrogancia, modesto μοῖρα Pl.Phdr.230a
•gener. de pers.: de Pirrón. Timo SHell.783.1, del sabio estoico, Cleanth.Fr.Poet.3.8, Chrysipp.Stoic.3.163, del ἀνὴρ σώφρων D.Chr.77/78.26, de Crates y Diógenes, Teles 2 p.14, de una moda en el vestir, Plu.Alex.45
•c. inf. modesto para καὶ λαθεῖν τὴν χάριν ἀτυφότατος de Arcesilao, D.L.4.37
•subst. τὸ ἀτυφότερον la mayor modestia Hierocl.in CA 19.8
•sup. neutr. como adv. ἀτυφότατα sin la mínima arrogancia Ael.Fr.137.
2 adv. -ως sin arrogancia, modestamente ἔχειν Plu.2.32d, χρηστικὸν ἀ. M.Ant.1.16.4, λέγειν Plot.2.9.6.
Greek Monolingual
ἄτυφος, -ον (Α) τύφος
αυτός που δεν κομπάζει, ο ταπεινός.
Greek Monotonic
ἄτῡφος: -ον, αυτός που δεν έχει έπαρση ή υπεροψία, ο μετριόφρων.