ἄχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
|mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχαλκος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, [[ἄχαλκος]] ἀσπίδων, δηλ. [[ἄνευ]] ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχαλκος Medium diacritics: ἄχαλκος Low diacritics: άχαλκος Capitals: ΑΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: áchalkos Transliteration B: achalkos Transliteration C: achalkos Beta Code: a)/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d’airain;
2 sans argent.
Étymologie: ἀ, χαλκός.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.

Greek Monolingual

ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.