ἄχαλκος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα. | |mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄχαλκος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, [[ἄχαλκος]] ἀσπίδων, δηλ. [[ἄνευ]] ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d’airain;
2 sans argent.
Étymologie: ἀ, χαλκός.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.
Greek Monolingual
ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.