ἀφίλητος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφίλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φίλησαν<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανέραστη, αγνή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν αγαπούν.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφίλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φίλησαν<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανέραστη, αγνή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν αγαπούν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφίλητος:''' [ῐ], -ον ([[φιλέω]]), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφίλητος Medium diacritics: ἀφίλητος Low diacritics: αφίλητος Capitals: ΑΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aphílētos Transliteration B: aphilētos Transliteration C: afilitos Beta Code: a)fi/lhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A unloved, S.OC1702 (lyr.), Phld.D.1.1.

German (Pape)

[Seite 411] nicht geliebt, Soph. O. C. 1699.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίλητος: [ῐ], -ον, μὴ φιλούμενος, Σοφ. Ο.Κ. 1702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non aimé.
Étymologie: ἀ, φίλητος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
no amado s. cont., A.Fr.451l.24, οὐδὲ γὰρ ὡς ἀ. ἐμοί S.OC 1702, ἄνδρες Phld.D.1.1.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφίλητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον φίλησαν
2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή
αρχ.
εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν.

Greek Monotonic

ἀφίλητος: [ῐ], -ον (φιλέω), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.