βρωτύς: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βρωτύς]], η (Α)<br />[[βρώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]], με το ιωνικό [[επίθημα]] -<i>τυ</i>-]. | |mltxt=[[βρωτύς]], η (Α)<br />[[βρώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]], με το ιωνικό [[επίθημα]] -<i>τυ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βρωτύς:''' [ῡ], ἡ, Ιων. αντί [[βρῶσις]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ion. for βρῶσις,
A eating, acc. βρωτῡν Il.19.205, Od. 18.407: gen. βρωτύος Philox.2.38. II food, AP11.371 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 467] ύος, ἡ, Speise, Hom. zweimal, Iliad. 19205 Odyss. 18, 407; auch sp. D., z. B. Pallad. 27 (XI 371).
Greek (Liddell-Scott)
βρωτύς: ἡ, Ἰων. ἀντὶ βρῶσις, Ἰλ. Τ. 205, Ὀδ. Σ. 407, κατ’ αἰτ. βρωτὺν [[[μετὰ]] ῡ]· γεν. βρωτύος Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147C.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
action de manger.
Étymologie: βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
ύος: food.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [-ῡ-]
1 hecho de comer o haber comido, el comer ὑμεῖς δ' ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον ¡y vosotros dos nos llamáis a comer!, Il.19.205
•op. la bebida οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα y ya no podéis ocultar en el ánimo que habéis comido y bebido, Od.18.407, βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς κόρον ᾖμεν ἑταῖροι Philox.Leuc.(b) 39.
2 comida βρωτὺν ... κολοκυνθιάδα un guisote de calabazas, AP 11.371 (Pall.).
Greek Monolingual
βρωτύς, η (Α)
βρώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβρώσκω, με το ιωνικό επίθημα -τυ-].
Greek Monotonic
βρωτύς: [ῡ], ἡ, Ιων. αντί βρῶσις, σε Όμηρ.