δαϊόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαϊόφρων]] (-ονος), ο, η (Α)<br />[[θλιβερός]], [[θρηνητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάιος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρην]] (<i>φρενός</i>)].
|mltxt=[[δαϊόφρων]] (-ονος), ο, η (Α)<br />[[θλιβερός]], [[θρηνητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάιος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρην]] (<i>φρενός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαϊόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, [[άθλιος]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱϊόφρων Medium diacritics: δαϊόφρων Low diacritics: δαϊόφρων Capitals: ΔΑΪΟΦΡΩΝ
Transliteration A: daïóphrōn Transliteration B: daiophrōn Transliteration C: daiofron Beta Code: dai+o/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A unhappy in mind, miserable, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 515] γόος Aesch. Spt. 901, Conj. für δαΐφρων, Elendes denkend, kläglich.

Greek (Liddell-Scott)

δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ δυστυχίας σκεπτόμενος, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 919· ἀντίθ. τῷ φιλογαθής.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
d’une âme attristée (gémissement).
Étymologie: δάϊος, φρήν.

Spanish (DGE)

(δᾱϊόφρων) -ονος
que tiene una mente desdichada, desdichado, γόος αὐτόστονος ... δ. A.Th.918.

Greek Monolingual

δαϊόφρων (-ονος), ο, η (Α)
θλιβερός, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι) + -φρων < φρην (φρενός)].

Greek Monotonic

δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.