δηρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δηρόβιος]] και δωρ. τ. <i>δαρόβιος</i> -ον (Α)<br />[[αιωνόβιος]], [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=[[δηρόβιος]] και δωρ. τ. <i>δαρόβιος</i> -ον (Α)<br />[[αιωνόβιος]], [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δηρόβιος:''' Δωρ. δαρ-, <i>-ον</i>, [[μακρόβιος]], μακροζώητος, [[πολύχρονος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρόβῐος Medium diacritics: δηρόβιος Low diacritics: δηρόβιος Capitals: ΔΗΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: dēróbios Transliteration B: dērobios Transliteration C: dirovios Beta Code: dhro/bios

English (LSJ)

Dor. δᾱρ-, ον,

   A long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.

Greek (Liddell-Scott)

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.

Greek Monolingual

δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.

Greek Monotonic

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.