δελτογράφος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δελτογράφος]], ο (Α)<br />αυτός που καταγράφει [[κάτι]] σε δέλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |mltxt=[[δελτογράφος]], ο (Α)<br />αυτός που καταγράφει [[κάτι]] σε δέλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δελτογράφος:''' [ᾰ], -ον ([[γράφω]]), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή [[πινακίδα]], αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A writing on a tablet, recording, δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275.
German (Pape)
[Seite 544] in die Schreibtafel schreibend; übertr., φρήν, eingedenk, Aesch. Eum. 272.
Greek (Liddell-Scott)
δελτογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἐπὶ πίνακος, σημειῶν, δελτογράφῳ δὲ πάντ’ ἐπωπᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 275.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui écrit sur des tablettes, càd qui prend note de ; qui se souvient.
Étymologie: δέλτος, γράφω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que inscribe o registra en una tablilla fig. δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί todo lo ve con su mente que registra e.e. lo conoce y recuerda todo A.Eu.275.
Greek Monolingual
δελτογράφος, ο (Α)
αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -γράφος].
Greek Monotonic
δελτογράφος: [ᾰ], -ον (γράφω), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή πινακίδα, αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ.