δελτογράφος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, writing on a tablet, recording, δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que inscribe o registra en una tablilla fig. δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί todo lo ve con su mente que registra e.e. lo conoce y recuerda todo A.Eu.275.
German (Pape)
[Seite 544] in die Schreibtafel schreibend; übertr., φρήν, eingedenk, Aesch. Eum. 272.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui écrit sur des tablettes, càd qui prend note de ; qui se souvient.
Étymologie: δέλτος, γράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελτογράφος -ον [δέλτος, γράφω] noterend, registrerend (op een schrijftablet); overdr. van de geest.
Russian (Dvoretsky)
δελτογράφος: досл. записывающий на дощечку, перен. памятливый (φρήν Aesch.).
Greek Monolingual
δελτογράφος, ο (Α)
αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -γράφος].
Greek Monotonic
δελτογράφος: [ᾰ], -ον (γράφω), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή πινακίδα, αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
δελτογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἐπὶ πίνακος, σημειῶν, δελτογράφῳ δὲ πάντ’ ἐπωπᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 275.