διαπέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαπέρχομαι]] (Α)<br />[[φεύγω]] [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=[[διαπέρχομαι]] (Α)<br />[[φεύγω]] [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπέρχομαι:''' αποθ., [[διαφεύγω]] ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπέρχομαι Medium diacritics: διαπέρχομαι Low diacritics: διαπέρχομαι Capitals: ΔΙΑΠΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: diapérchomai Transliteration B: diaperchomai Transliteration C: diaperchomai Beta Code: diape/rxomai

English (LSJ)

   A slip away one by one, of soldiers deserting, D.49.14, 50.

German (Pape)

[Seite 595] (s. ἔρχομαι), zwischen-, durch-, davongehen, desertiren, von Soldaten, Dem. 49, 14. 50.

Greek (Liddell-Scott)

διαπέρχομαι: ἀποθ., διαφεύγω (-ομεν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.

French (Bailly abrégé)

déserter l’un après l’autre.
Étymologie: διά, ἀπέρχομαι.

Spanish (DGE)

escaparse, huir en diferentes direcciones οἱ στρατιῶται D.49.14, 50.

Greek Monolingual

διαπέρχομαι (Α)
φεύγω μετά από κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

διαπέρχομαι: αποθ., διαφεύγω ο ένας μετά τον άλλο, σε Δημ.