δρακοντώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρακοντώδης]], -ες (AM)<br />[[δρακοντοειδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε δράκοντα<br /><b>2.</b> [[άγριος]], [[άσχημος]].
|mltxt=[[δρακοντώδης]], -ες (AM)<br />[[δρακοντοειδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε δράκοντα<br /><b>2.</b> [[άγριος]], [[άσχημος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾰκοντώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με δράκο, [[ίδιος]] με [[φίδι]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντώδης Medium diacritics: δρακοντώδης Low diacritics: δρακοντώδης Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: drakontṓdēs Transliteration B: drakontōdēs Transliteration C: drakontodis Beta Code: drakontw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = δρακοντοειδής, κόραι, τύραννος, E. Or.256, Plu.2.551e; vermiform, κάθισμα, worm of a still, Zos.Alch.p.224 B.

German (Pape)

[Seite 664] ες, Drachen ähnlich; κόραι, die Erinyen, wegen ihres Schlangenhaares, Eur. Or. 249; καὶ ἄγριος ταραννος Plut. dc sera N. V. 6; – ψέλια, Armbänder, s. δράκων.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντώδης: -ες, = δρακοντοειδής, Εὐρ. Ὀρ. 256, Πλούτ. 2. 551Ε.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de la nature du serpent.
Étymologie: δράκων, -ωδης.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντώδης) -ες
1 con forma de dragón o serpiente κόραι de las Erinis, E.Or.256, τύραννος de Cécrope, Plu.2.551e, κάθισμα de cierto aparato, Zos.Alch.Comm.Gen.2.1, ψέλλια Hsch.s.u. ὄφεις
fig. demoniaco κἂν γάρ τις δ. τὴν προαίρεσιν, τάρταρος ἡτοίμασται Basil.M.30.824A.
2 neutr. adv. a la manera de las serpientes ὀφθαλμοὶ ... δρακοντῶδες ... ἀτενίζοντες Gr.Nyss.Beat.156.1, cf. Pall.V.Chrys.6.125.

Greek Monolingual

δρακοντώδης, -ες (AM)
δρακοντοειδής
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε δράκοντα
2. άγριος, άσχημος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με δράκο, ίδιος με φίδι, σε Ευρ.