διαστασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστασιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] σε χωριστές ομάδες, φατρίες, τάξεις<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]] με κάποιον.
|mltxt=[[διαστασιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] σε χωριστές ομάδες, φατρίες, τάξεις<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]] με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστᾰσιάζω:''' [[διαιρώ]] σε χωριστές φατρίες, [[εξεγείρω]] κάποιον, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστᾰσῐάζω Medium diacritics: διαστασιάζω Low diacritics: διαστασιάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: diastasiázō Transliteration B: diastasiazō Transliteration C: diastasiazo Beta Code: diastasia/zw

English (LSJ)

   A form into separate factions, πάντας Arist.Pol.1303b26; τοὺς ἐποίκους . . πρὸς τοὺς εὐπόρους ib.1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance, σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5.    II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.; τινί D.C.54.17; τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4: abs., ib. 4.9.

German (Pape)

[Seite 603] 1) gegen einander aufwiegeln; τινὰ πρός τινα, Arist. Polit. 5, 4; τὴν πόλιν, Plut. Coriol. 36; vgl. Rom. 23. – 2) in Uneinigkeit leben, πρὸς σφᾶς, unter sich, Pol. 1, 82, 4; vgl. 2, 18, 8 u. a. Sp.; τινί, D. C. 54, 17.

Greek (Liddell-Scott)

διαστᾰσιάζω: διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους αὐτόθι 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.

French (Bailly abrégé)

être en désaccord, en dissension.
Étymologie: διά, στασιάζω.

Spanish (DGE)

I tr. c. ac. plu. o sg. colect. dividir en bandos, sembrar la discordia en o entre, enfrentar διεστασίασεν αὐτοὺς πρὸς τοὺς εὐπόρους Arist.Pol.1306a3, πάντας Arist.Pol.1303b26, τὸ πλῆθος I.BI 1.228, τὴν πόλιν D.H.11.37, Plu.Cam.36, Μακεδόνας Plu.Alex.51, cf. Rom.23, τοὺς ἥρως ref. Homero y Demóstenes, Luc.Dem.Enc.4, τὰ περὶ τὴν πρεσβείαν ... διεστασίασεν ἡμᾶς Synes.Ep.95 (p.161)
abs. οἱ ἐπὶ τῆς Ἄφρων χώρας διαστασιάζοντες Eus.VC 1.45.2
disociar τί τὰ φίλτατα διαστασιάζομεν, σῶμα καὶ ψυχήν; ¿por qué disociamos dos cosas que tanto se quieren, cuerpo y alma? I.BI 3.362.
II intr.
1 reñir, enemistarse, enfrentarse c. πρός y ac. οἱ δὲ Γαλάται ... διαστασιάσαντες πρὸς σφᾶς los galos divididos entre ellos Plb.2.18.8, cf. 1.82.4, πρὸς ἀλλήλους Plb.4.53.7, πρὸς ὑμᾶς D.H.6.50, (πρὸς ἄλληλα) Iambl.Myst.4.9, (ἀδελφός) διαστασιάζει πρὸς ἀδελφόν Basil.Gent.4, πρὸς Θηβαίους S.OC argumen.1.23
c. dat. Βαθύλλῳ D.C.54.17.5, τοῖς ἀληθέσι τἀναντία πέφυκε διαστασιάζειν la verdad siempre está en contradicción con lo que es opuesto a ella Iambl.Myst.9.4.
2 en v. med.-pas. dividirse en facciones διαστασιασθέντων τῶν δυνατῶν I.BI 1.218.
3 en v. med. sublevarse διεστασιάζετο δὲ πρὸς τὸν Ἰωάννην ἡ δύναμις I.BI 4.566.

Greek Monolingual

διαστασιάζω (Α)
1. διαιρώ σε χωριστές ομάδες, φατρίες, τάξεις
2. διαφωνώ με κάποιον.

Greek Monotonic

διαστᾰσιάζω: διαιρώ σε χωριστές φατρίες, εξεγείρω κάποιον, σε Αριστ.