δυσοσμία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[δυσοσμία]] και -ίη και [[δυσοδμία]])<br />δυσάρεστη [[οσμή]], [[κακοσμία]], [[βρόμα]].
|mltxt=η (Α [[δυσοσμία]] και -ίη και [[δυσοδμία]])<br />δυσάρεστη [[οσμή]], [[κακοσμία]], [[βρόμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσοσμία:''' ἡ, άσχημη [[μυρωδιά]], δυσάρεστη [[οσμή]], [[κακοσμία]], [[αποφορά]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοσμία Medium diacritics: δυσοσμία Low diacritics: δυσοσμία Capitals: ΔΥΣΟΣΜΙΑ
Transliteration A: dysosmía Transliteration B: dysosmia Transliteration C: dysosmia Beta Code: dusosmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A an ill smell, S.Ph.876, Fr.538, Luc.Tox.29; -ῑη Man.4.270.

German (Pape)

[Seite 685] ἡ, häßlicher Geruch, Gestank; Soph. Phil. 864; Ar. Ach. 817 u. Sp., wie Maneth. 4, 270, die auch die ion. Form δυσοδμία gebrauchen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσοσμία: ἡ, κακὴ ὀσμή, Σοφ. Φ. 876, Ἀποσπ. 483.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: δύσοσμος.

Spanish (DGE)

(δῠσοσμία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Man.4.270; δυσοδμία App.BC 4.40, Ph.1.484, D.P.Au.1.5, Epiph.Const.Haer.26.1.2, 14.1; δυσοδμίη Hp.Nat.Mul.65
mal olor, hedor βοῆς τε καὶ δυσοσμίας γέμων S.Ph.876, cf. Fr.538, Hp.l.c., de las mujeres lemnias, Apollod.1.9.17, Sch.Pi.P.4.88b, τοῦ οἰκήματος Luc.Tox.29, νεκρῶν ἰχθύων δ. Ph.l.c., cf. D.S.31.9, App.l.c., Poll.2.75, τῶν τεθνηκότων D.P.l.c., cf. Man.l.c.
fig. ἐπισείεσθαι ἡμῖν τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοὺς ὥσπερ ... ὀχλήσεις τε καὶ δυσοδμίας Epiph.Const.Haer.26.1.2, ἀποκλεῖσαι τὸν βυθὸν τῆς δυσοδμίας ταύτης Epiph.Const.Haer.26.14.1.

Greek Monolingual

η (Α δυσοσμία και -ίη και δυσοδμία)
δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα.

Greek Monotonic

δυσοσμία: ἡ, άσχημη μυρωδιά, δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, αποφορά, σε Σοφ.