δυσδιαίτητος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσδιαίτητος]], -ον (Α)<br />αυτός για τον οποίο [[είναι]] δύσκολο να αποφασίσει [[κανείς]]. | |mltxt=[[δυσδιαίτητος]], -ον (Α)<br />αυτός για τον οποίο [[είναι]] δύσκολο να αποφασίσει [[κανείς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσδιαίτητος:''' -ον ([[διαιτάω]]), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.
Greek Monotonic
δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.