ἐγκαταπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκαταπλέκω]] (Α)<br />[[συμπλέκω]], [[ενυφαίνω]].
|mltxt=[[ἐγκαταπλέκω]] (Α)<br />[[συμπλέκω]], [[ενυφαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταπλέκω:''' μέλ. <i>-πλέξω</i>, [[συμπλέκω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταπλέκω Medium diacritics: ἐγκαταπλέκω Low diacritics: εγκαταπλέκω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: enkataplékō Transliteration B: enkataplekō Transliteration C: egkatapleko Beta Code: e)gkataple/kw

English (LSJ)

   A interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.

German (Pape)

[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.

French (Bailly abrégé)

entrelacer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταπλέκω.

Spanish (DGE)

entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.

Greek Monolingual

ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.

Greek Monotonic

ἐγκαταπλέκω: μέλ. -πλέξω, συμπλέκω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ξεν.