ἐκπρέπω: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπρέπω]] (AM)<br />[[εξέχω]], [[διαπρέπω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐκπρέπω]] (AM)<br />[[εξέχω]], [[διαπρέπω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπρέπω:''' είμαι [[εξαιρετικός]] σε [[κάτι]], [[διαπρέπω]], [[υπερέχω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be excellent in a thing, εὐψυχίᾳ E.Heracl.597.
German (Pape)
[Seite 776] sich auszeichnen, τινί, wodurch, Eur. Heracl. 597 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρέπω: ἐξέχω, διαπρέπω εἴς τι, τινί Εὐρ. Ἡρακλ. 597.
French (Bailly abrégé)
se distinguer.
Étymologie: ἐκ, πρέπω.
Spanish (DGE)
distinguirse, destacar c. dat. instrum. y gen. ὦ μέγιστον ἐκπρέπουσ' εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν E.Heracl.597, χρυσὸν ἐν πλούτῳ τῶν ἄλλων χρημάτων ἐκπρέποντα Sch.Pi.O.1.1a, sólo c. dat. o giro prep. τοῖς καλλωπίσμασιν de unos caballos, Arr.Post Alex.12, ἐπ' εὐλαβείᾳ Socr.Sch.HE 5.21.3.
Greek Monolingual
ἐκπρέπω (AM)
εξέχω, διαπρέπω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκπρέπω: είμαι εξαιρετικός σε κάτι, διαπρέπω, υπερέχω, τινί, σε Ευρ.