ἔκπεμψις: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκπεμψις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[αποστολή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>2.</b> (για το Άγιο Πνεύμα) η [[εκπόρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξαγωγή]]. | |mltxt=[[ἔκπεμψις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[αποστολή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>2.</b> (για το Άγιο Πνεύμα) η [[εκπόρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξαγωγή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκπεμψις:''' -εως, ἡ, [[αποστολή]] προς τα έξω, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sending out or forth, στρατιᾶς Th.4.85, cf. SIG 285.8. 2 emission, expulsion, πνεύματος Gal.UP6.2.
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, die Aussendung. Thuc. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, ἀποστολή, στρατιᾶς Θουκ. 4. 85.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἐκπέμπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 envío c. gen. obj. ἡ μὲν ἔ. μου καὶ τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Th.4.85, τῶν ἀναιρησόντων I.AI 9.53
•envío en una misión ἐκύρωσε νόμῳ τὴν ἔκπεμψιν τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.34
•despido, evacuación de una guarnición que ocupaba la ciudad IEryth.21.8 (IV a.C.).
2 fisiol. expulsión ἐκ τοῦ πλεύμονός τε καὶ εἰς τὸν πλεύμονα τήν θ' ὁλκὴν τοῦ πνεύματος ἡ καρδία καὶ αὖθις τὴν ἔκπεμψιν ποιεῖται Gal.3.414.
3 sent. dud., prob. ofrecimiento, consagración de panes, Clem.Al.Strom.6.4.37.
Greek Monolingual
ἔκπεμψις, η (AM)
1. αποστολή σε ξένη χώρα
2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση
αρχ.
εξαγωγή.
Greek Monotonic
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.