ἐλεγχείη: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλεγχείη]], η (Α)<br />[[βρισιά]], [[ονειδισμός]].
|mltxt=[[ἐλεγχείη]], η (Α)<br />[[βρισιά]], [[ονειδισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεγχείη:''' ἡ, όνειδος, [[ντροπή]], [[ατιμία]], ύβρη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγχείη Medium diacritics: ἐλεγχείη Low diacritics: ελεγχείη Capitals: ΕΛΕΓΧΕΙΗ
Transliteration A: elencheíē Transliteration B: elencheiē Transliteration C: elegcheii Beta Code: e)legxei/h

English (LSJ)

ἡ,

   A reproach, disgrace, Il.22.100,al., A.R.3.1114(pl.), Q.S.1.22.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, Vorwurf, Schimpf; Il. 22, 100; Ap. Rh. 3, 1115.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγχείη: ἡ, ὄνειδος, ὕβρις, ἐλεγχείην ἀναθήσει, «ὀνείδη καὶ λοιδορίας ἐπάξει» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 100, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
reproche infamant, opprobre.
Étymologie: ἔλεγχος¹.

English (Autenrieth)

= ἔλεγχος. ‘Devote to shame,’ ‘cover with shame,’ Il. 22.100, Od. 14.38.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 oprobio, vergüenza, baldón ἐ. δὲ σοὶ αὐτῷ ἔσσεται Il.23.342, ἐ. δὲ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι será una vergüenza que se enteren los venideros, Od.21.255, cf. Q.S.1.501, μοι ... ἐλεγχείην ἀναθήσει Il.22.100.
2 reproche μοι ἐλεγχείην κατέχευας Od.14.38, ἐλεγχείας προφέρειν A.R.3.1115.

Greek Monolingual

ἐλεγχείη, η (Α)
βρισιά, ονειδισμός.

Greek Monotonic

ἐλεγχείη: ἡ, όνειδος, ντροπή, ατιμία, ύβρη, σε Ομήρ. Ιλ.