ἔμβρεφος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμβρεφος]], -ον (Α)<br />(για τον Έρωτα) όμοιος με [[βρέφος]].
|mltxt=[[ἔμβρεφος]], -ον (Α)<br />(για τον Έρωτα) όμοιος με [[βρέφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβρεφος:''' -ον (ἐν), όμοιος με [[βρέφος]], [[βρεφικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρεφος Medium diacritics: ἔμβρεφος Low diacritics: έμβρεφος Capitals: ΕΜΒΡΕΦΟΣ
Transliteration A: émbrephos Transliteration B: embrephos Transliteration C: emvrefos Beta Code: e)/mbrefos

English (LSJ)

ον,

   A boy-like, AP14.111.

German (Pape)

[Seite 806] im Kindesalter, Anth. Pal. XIV, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρεφος: -ον, ὅμοιος πρὸς βρέφος, περὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 14. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’âge d’un petit enfant.
Étymologie: ἐν, βρέφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva una criatura en el seno, encinta, embarazada κεῖμαι δ' ἐν τύνβοις ἔ. οὖσα LW 116 (Teos).
2 sent. dud., quizá infantil, niño del dios Eros βελεηφόρος, ἔ. AP 14.111.

Greek Monolingual

ἔμβρεφος, -ον (Α)
(για τον Έρωτα) όμοιος με βρέφος.

Greek Monotonic

ἔμβρεφος: -ον (ἐν), όμοιος με βρέφος, βρεφικός, σε Ανθ.