ἑλκεχίτων: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκεχίτων]], ο (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μακρύ χιτώνα. | |mltxt=[[ἑλκεχίτων]], ο (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μακρύ χιτώνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑλκεχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, αυτός που σέρνει [[πίσω]] του μακρύ χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ,
A trailing the tunic, with a long tunic, epith. of the Ionians, Il.13.685, h.Ap.147.
German (Pape)
[Seite 798] ωνος, ὁ, mit langem, nachschleppendem Rocke, Ionier, Il. 13, 685; h. Apoll. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ὁ ἕλκων τὸν χιτῶνα, ὁ φορῶν μακρὸν χιτῶνα, ἐπίθ. τῶν Ἰώνων, Ἰάονες ἑλκεχίτωνες Ἰλ. Ν. 685· πρβλ. ποδήρης.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la tunique traînante.
Étymologie: ἕλκω, χιτών.
English (Autenrieth)
ωνος: with trailing tunic, Il. 13.685†.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
que arrastra la túnica, de larga túnica epít. de los jonios Il.13.685, h.Ap.147, Τρῳάδες ... γυναῖκες Triph.466, Νύμφαι Nonn.D.14.206, Ἄρτεμις Nonn.D.47.290.
Greek Monolingual
ἑλκεχίτων, ο (Α)
αυτός που φορά μακρύ χιτώνα.
Greek Monotonic
ἑλκεχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, αυτός που σέρνει πίσω του μακρύ χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.