δρεπάνη: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βλ.</b> [[δρεπάνι]]<br /><b>2.</b> μικρή [[πεταλούδα]] με φτερά δρεπανοειδή. | |mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βλ.</b> [[δρεπάνι]]<br /><b>2.</b> μικρή [[πεταλούδα]] με φτερά δρεπανοειδή. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρεπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δρέπω]]), = [[δρέπανον]], [[δρεπάνι]], [[εργαλείο]] για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κλαδευτήρι]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δρέπω)
A sickle, reaping-hook, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551, cf. AP9.383.9; pruning-hook, ἐτρύγων . . δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Hes.Sc.292: rare in Prose, Plu.Cleom.26, Alciphr. 3.19.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ (δρεπω), Sichel; Homer einmal, Iliad. 18, 551 ὀξείας δρεπάνας, zum Abmähen des Getreides; vgl. δρέπανον; – zum Weinabschneiden, Hes. Sc. 292, u. einzeln bei sp. D., wie Menses Aeg. u. Rom. (IX, 383. 384); Opp. Hal. 5, 257. – In Prosa selten, Plut. Cleom. 26 δρεπάναις καὶ μαχαίραις . S. δρέπανον.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ, (δρέπω) δρέπανον, ἐργαλεῖον θεριστικόν, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· κλαδευτήριον, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. δρέπανον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la faux.
Étymologie: cf. δρέπανον.
English (Autenrieth)
and δρέπανον: sickle, Il. 18.551 and Od. 18.368.
Greek Monolingual
η
1. βλ. δρεπάνι
2. μικρή πεταλούδα με φτερά δρεπανοειδή.
Greek Monotonic
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ (δρέπω), = δρέπανον, δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαδευτήρι, σε Ησίοδ.