ἐνδιατάσσω: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδιατάσσω]] (Α)<br />[[διατάσσω]], [[τακτοποιώ]] σ' έναν χώρο. | |mltxt=[[ἐνδιατάσσω]] (Α)<br />[[διατάσσω]], [[τακτοποιώ]] σ' έναν χώρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδιατάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρατάσσω]] ένα [[στράτευμα]], το [[τοποθετώ]] σε στρατιωτική [[παράταξη]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A draw up in, Χῶρος ἐπιτήδειος ἐνδιατάξαι (sc. τὸν στρατόν) Hdt.7.59.
German (Pape)
[Seite 833] darin auseinanderstellen u. ordnen, στρατόν Her. 7, 59.
French (Bailly abrégé)
ranger dans.
Étymologie: ἐν, διατάσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 ordenar, poner en orden, formar χῶρος ... ἐπιτήδεος ἐνδιατάξαι ... τὸν στρατόν un sitio adecuado para formar allí al ejército Hdt.7.59.
2 situar, instalar en v. pas. Δικαιοσύνην ... τε καὶ Εἰρήνην ... ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας considera un gnóstico que Justicia y Paz se encuentran situadas en la ogdóada o serie primaria de eones, Clem.Al.Strom.4.25.162.
Greek Monolingual
ἐνδιατάσσω (Α)
διατάσσω, τακτοποιώ σ' έναν χώρο.
Greek Monotonic
ἐνδιατάσσω: μέλ. -ξω, παρατάσσω ένα στράτευμα, το τοποθετώ σε στρατιωτική παράταξη, σε Ηρόδ.