ἐπεισκωμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισκωμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[μπαίνω]] ορμητικά σαν να [[μετέχω]] σε [[κώμο]] («αἰτίους [[εἶναι]] τοὺς [[ἔξωθεν]] οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισκωμάζω]] «[[πανηγυρίζω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]»].
|mltxt=[[ἐπεισκωμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[μπαίνω]] ορμητικά σαν να [[μετέχω]] σε [[κώμο]] («αἰτίους [[εἶναι]] τοὺς [[ἔξωθεν]] οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισκωμάζω]] «[[πανηγυρίζω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκωμάζω Medium diacritics: ἐπεισκωμάζω Low diacritics: επεισκωμάζω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: epeiskōmázō Transliteration B: epeiskōmazō Transliteration C: epeiskomazo Beta Code: e)peiskwma/zw

English (LSJ)

   A rush in like disorderly revellers, Pl.R.500b; of tyrants, Stoic. 3.191: Metaph. of arguments, Pl.Tht.184a, cf. Luc.Pseudol.11: c. acc., Σωφροσύνην καὶ Ἐγκράτειαν -εκώμασαν (nisi leg. -εκόμισαν) Aristox.Fr.Hist.15: c. dat., make an inroad upon, Κελτοὶ ἐ. τῇ Ἑλλάδι Aristid.Or.22 (19).8.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinschwärmen, eigtl. vom bacchischen Chor mit Musik u. Tanz, übh. auf freche Weise sich eindrängen, οἱ ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότες Plat. Rep. VI, 500 d; ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων Theaet. 184 a; vgl. Luc. Pseudol. 11; πόλεμος ἐπεισκωμάζει, bricht herein, Aristid. – Die transitive Bdtg »noch dazu einführen«, Polyarch. bei Ath. XII, 546 c, ist zweifelhaft, wahrscheinlich ist ἐπεισκομίζω zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκωμάζω: εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεισεκώμασα, pf. ἐπεισκεκώμακα;
faire irruption comme des libertins en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, εἰσκωμάζω.

Greek Monolingual

ἐπεισκωμάζω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.)
2. κάνω επιδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»].

Greek Monotonic

ἐπεισκωμάζω: μέλ. —σω, ορμώ με φόρα όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.