ἐπικερδαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικερδαίνω]] (Α) [[κερδαίνω]]<br />[[κερδίζω]] επί [[πλέον]], καρπώνομαι περισσότερο. | |mltxt=[[ἐπικερδαίνω]] (Α) [[κερδαίνω]]<br />[[κερδίζω]] επί [[πλέον]], καρπώνομαι περισσότερο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικερδαίνω:''' [[κερδίζω]] επιπροσθέτως, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A gain besides, ἐνιαυτὸν τῇ ἀρχῇ Plu.Flam.3.
German (Pape)
[Seite 948] dazu gewinnen, ἐνιαυτὸν ἐπικερδᾶναι τῇ ἀρχῇ Plut. Flamin. 3.
French (Bailly abrégé)
gagner en outre.
Étymologie: ἐπί, κερδαίνω.
Greek Monolingual
ἐπικερδαίνω (Α) κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον, καρπώνομαι περισσότερο.
Greek Monotonic
ἐπικερδαίνω: κερδίζω επιπροσθέτως, σε Πλούτ.