ἐπικέρδια: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικέρδια]], τὰ (Α)<br />τα κέρδη που αποκτώνται από μια [[εργασία]] («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ια</i>). | |mltxt=[[ἐπικέρδια]], τὰ (Α)<br />τα κέρδη που αποκτώνται από μια [[εργασία]] («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ια</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικέρδια:''' τά ([[κέρδος]]), κέρδη εμπορίου ή [[εργασιών]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τά,
A profit on traffic or business, Hdt.4.152, Philostr.VS2.21.2.
German (Pape)
[Seite 948] τά, Handelsgewinn, v. l. für ἐπικέρδεια. Bei Her. 4, 152, τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες, ist die v. l. ἐπικερδέων.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
gain, profit.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.
Greek Monolingual
ἐπικέρδια, τὰ (Α)
τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + -ια).