ἐπιτρεπτέον: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιτρέπω]], δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.
|lstext='''ἐπιτρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιτρέπω]], δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρεπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Ξεν.· ομοίως, στον πληθ. <i>ἐπιτρεπτέα</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρεπτέον Medium diacritics: ἐπιτρεπτέον Low diacritics: επιτρεπτέον Capitals: ΕΠΙΤΡΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: epitreptéon Transliteration B: epitrepteon Transliteration C: epitrepteon Beta Code: e)pitrepte/on

English (LSJ)

   A one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl. Smp.213e ; τινὶ περί τινος Men.Epit.2 ; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d : also pl., ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιτρέπω, δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.

Greek Monotonic

ἐπιτρεπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Ξεν.· ομοίως, στον πληθ. ἐπιτρεπτέα, σε Ηρόδ.