ἐρυσάρματες: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρυσάρματες]], οἱ (Α)<br />αυτοί που σύρουν το [[άρμα]] («[[ἐρυσάρματες]] ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (I) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερύα</i>-<i>ω</i>, <i>είρυσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[άρμα]], -[[ατός]]].
|mltxt=[[ἐρυσάρματες]], οἱ (Α)<br />αυτοί που σύρουν το [[άρμα]] («[[ἐρυσάρματες]] ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (I) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερύα</i>-<i>ω</i>, <i>είρυσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[άρμα]], -[[ατός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' αιτ. -ᾰτας, ([[ἐρύω]], [[ἅρμα]]), [[χωρίς]] ενικ. σε [[χρήση]], αυτοί που σύρουν το [[άρμα]], λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠσάρμᾰτες Medium diacritics: ἐρυσάρματες Low diacritics: ερυσάρματες Capitals: ΕΡΥΣΑΡΜΑΤΕΣ
Transliteration A: erysármates Transliteration B: erysarmates Transliteration C: erysarmates Beta Code: e)rusa/rmates

English (LSJ)

acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use,

   A chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.

French (Bailly abrégé)

(οἱ) :
qui traînent un char.
Étymologie: ἐρύω, ἅρμα.

Greek Monolingual

ἐρυσάρματες, οἱ (Α)
αυτοί που σύρουν το άρμαἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα-ω, είρυσ-α) + άρμα, -ατός].

Greek Monotonic

ἐρῠσάρμᾰτες: αιτ. -ᾰτας, (ἐρύω, ἅρμα), χωρίς ενικ. σε χρήση, αυτοί που σύρουν το άρμα, λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.