εὔκισσος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκισσος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν [[εὔκισσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κισσός]].
|mltxt=[[εὔκισσος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν [[εὔκισσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κισσός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκισσος:''' -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκισσος Medium diacritics: εὔκισσος Low diacritics: εύκισσος Capitals: ΕΥΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: eúkissos Transliteration B: eukissos Transliteration C: eykissos Beta Code: eu)/kissos

English (LSJ)

ον,

   A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.

Greek Monolingual

εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.

Greek Monotonic

εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.