εὐηθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηθίζομαι]] (Α) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> φέρομαι ως [[ευήθης]], «[[κάνω]] τον χαζό»<br /><b>2.</b> λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]].
|mltxt=[[εὐηθίζομαι]] (Α) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> φέρομαι ως [[ευήθης]], «[[κάνω]] τον χαζό»<br /><b>2.</b> λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηθίζομαι Medium diacritics: εὐηθίζομαι Low diacritics: ευηθίζομαι Capitals: ΕΥΗΘΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: euēthízomai Transliteration B: euēthizomai Transliteration C: evithizomai Beta Code: eu)hqi/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A to act like an εὐήθης, play the fool, πρὸς ἀλλήλους Pl.R.336c; to be merry, jest, Philostr.VA8.7.

German (Pape)

[Seite 1066] gutmüthig, einfältig sein u. sprechen; τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους Plat. Rep. I, 336 e; Sp. – Suid. auch act. εὐηθίζω, μωραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηθίζομαι: φέρομαι ὡς εὐήθης, κάμνω τὸν εὐήθη, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 336C· εἶμαι εὔθυμος, ἀστεΐζομαι, Φιλόστρ. 343.

French (Bailly abrégé)

être simple, sot.
Étymologie: εὐήθης.

Greek Monolingual

εὐηθίζομαι (Α) ευήθης
1. φέρομαι ως ευήθης, «κάνω τον χαζό»
2. λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι.

Greek Monotonic

εὐηθίζομαι: Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.