εὐρυμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρυμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέτωπον]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρυμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέτωπον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυμέτωπος:''' -ον, αυτός που έχει πλατύ [[μέτωπο]], λέγεται για βόδια, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠμέτωπος Medium diacritics: εὐρυμέτωπος Low diacritics: ευρυμέτωπος Capitals: ΕΥΡΥΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: eurymétōpos Transliteration B: eurymetōpos Transliteration C: evrymetopos Beta Code: eu)rume/twpos

English (LSJ)

ον,

   A broad-fronted, of oxen, Il.10.292, al., Hes.Th.291, Strato Com.1.20.

German (Pape)

[Seite 1095] breitstirnig, Beiwort der Rinder, Hom. Il. 10, 292 Od. 3, 382 u. öfter, u. folgende Dichter, Strato bei Ath. IX, 382 e; vgl. Poll. 2, 43.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυμέτωπος: -ον, ἔχων εὐρὺ μέτωπον, ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. μετωπίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large front.
Étymologie: εὐρύς, μέτωπον.

English (Autenrieth)

broad-browed.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρυμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + μέτωπον.

Greek Monotonic

εὐρυμέτωπος: -ον, αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, λέγεται για βόδια, σε Όμηρ.