εὐαγωγία: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαγωγία]], ἡ (Α) [[ευάγωγος]]<br /><b>1.</b> καλή [[αγωγή]], καλή [[ανατροφή]], καλή [[εκπαίδευση]]<br /><b>2.</b> η [[ευκολία]] κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («[[εὐαγωγία]] ψυχῆς πρὸς λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευπείθεια]] («[[κουφότης]] καὶ [[εὐαγωγία]]», Φιλόστρ.). | |mltxt=[[εὐαγωγία]], ἡ (Α) [[ευάγωγος]]<br /><b>1.</b> καλή [[αγωγή]], καλή [[ανατροφή]], καλή [[εκπαίδευση]]<br /><b>2.</b> η [[ευκολία]] κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («[[εὐαγωγία]] ψυχῆς πρὸς λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευπείθεια]] («[[κουφότης]] καὶ [[εὐαγωγία]]», Φιλόστρ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐᾰγωγία:''' ἡ, [[καλή]] [[αγωγή]], [[καλή]] [[ανατροφή]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A good education, ἡ Ἐπικράτους εὐ. τοῦ ἀδελφοῦ Aeschin. 2.151, cf. Simp. in Epict.p.19 D., al. II easiness of being led, ψυχῆς πρὸς λόγους Pl.Def.413b, cf. Them.Or.13.175c: abs., docility, Arist. VV1250b32; κουφότης καὶ εὐ. Philostr.V A6.13.
German (Pape)
[Seite 1055] ἡ, gute Führung, Leitung oder Erziehung, Wohlgezogenheit, Aesch. 2, 151 u. Sp. – Lenksamkeit, Gelehrigkeit, ψυχῆς πρὸς λόγους καὶ πράξεις Plat. defin. 413 b; Themist.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰγωγία: ἡ, καλὴ ἀγωγή, καλὴ ἀνατροφή, Αἰσχίν. 48.20. ΙΙ. τὸ εὐάγωγον, εὐαγωγία ψυχῆς πρός λόγους καὶ πράξεις Πλάτ. Ὅροι 413Β, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne éducation.
Étymologie: εὐάγωγος.
Greek Monolingual
εὐαγωγία, ἡ (Α) ευάγωγος
1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση
2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.)
3. ευπείθεια («κουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.).