ἐπίχρυσος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐπίχρυσος]], -ον) αυτός που έχει επιχρυσωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλούσιος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐπίχρυσος]], -ον) αυτός που έχει επιχρυσωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλούσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίχρῡσος:''' -ον, επιστρωμένος με χρυσό, επιχρυσωμένος, σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A overlaid or plated with gold, Hdt.1.50, al.,IG12.280, X.Mem.3.10.14, Longus 1.5, etc.; ὑπάργυρα ἐ. IG12.386.7. II rich, prob. for ὑπό-, Hld.2.8.
German (Pape)
[Seite 1005] mit Gold, Goldplatten belegt, stark vergoldet, im Gegensatz des leicht Vergoldens mit Goldschaum, κατάχρυσος, s. Böckh Staatshaush. II, S. 282; κλίνη Her. 9, 80; ἄγαλμα 2, 182; κόσμος Plat. Legg. VII, 800 e, θώρακες Xen. Mem. 3, 10, 14; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχρῡσος: -ον, ἐπικεκαλυμμένος διὰ χρυσοῦ (ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κατάχρυσος καὶ περίχρυσος, ἴδε τὰς λέξεις), Ἡρόδ. 1. 50., 2. 182., 9. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 12, 16 καὶ ἀλλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 14, κτλ.: πρβλ. ἐπίτηκτος. ΙΙ. πλούσιος, Ἡλιόδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plaqué d’or, doré.
Étymologie: ἐπί, χρυσός.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐπίχρυσος, -ον) αυτός που έχει επιχρυσωθεί
αρχ.
πλούσιος.
Greek Monotonic
ἐπίχρῡσος: -ον, επιστρωμένος με χρυσό, επιχρυσωμένος, σε Ηρόδ., Ξεν.