ἡνιοχεύς: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡνιοχεύς]], -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ηνίοχος]] («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]] του ηνιόχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του [[ηνίοχος]]]. | |mltxt=[[ἡνιοχεύς]], -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ηνίοχος]] («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]] του ηνιόχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του [[ηνίοχος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡνιοχεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί [[ἡνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for
A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα 8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn.D.1.178, al.
German (Pape)
[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.
English (Autenrieth)
ῆος = ἡνίοχος. (Il.)
Greek Monolingual
ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].
Greek Monotonic
ἡνιοχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.