θηλύμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[θηλύμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας<br /><b>2.</b> ο [[αριθμός]] [[τέσσερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[θηλύμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας<br /><b>2.</b> ο [[αριθμός]] [[τέσσερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύμορφος Medium diacritics: θηλύμορφος Low diacritics: θηλύμορφος Capitals: ΘΗΛΥΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: thēlýmorphos Transliteration B: thēlymorphos Transliteration C: thilymorfos Beta Code: qhlu/morfos

English (LSJ)

ον,

   A woman-shaped, E.Ba.353; female in type, Arist. Phgn.809b37 (Comp.); ἰδέα Ph.2.261; θεότης Dam.Pr.204; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.

German (Pape)

[Seite 1207] weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν γυναικείαν, Εὐρ. Βάκχ. 353, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 10· ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 4, Νικομ. Γερασ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 144. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux formes féminines.
Étymologie: θῆλυς, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θηλύμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας
αρχ.
1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας
2. ο αριθμός τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, εύ-μορφος].

Greek Monotonic

θηλύμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει γυναικεία μορφή, σε Ευρ.