κάθυδρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάθυδρος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[νερό]] («[[κάθυδρος]] [[κρατήρ]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>υδρος</i>, <i>έν</i>-<i>υδρος</i>].
|mltxt=[[κάθυδρος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[νερό]] («[[κάθυδρος]] [[κρατήρ]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>υδρος</i>, <i>έν</i>-<i>υδρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάθυδρος:''' [ῠ], -ον ([[ὕδωρ]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[νερό]], [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]], ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυδρος Medium diacritics: κάθυδρος Low diacritics: κάθυδρος Capitals: ΚΑΘΥΔΡΟΣ
Transliteration A: káthydros Transliteration B: kathydros Transliteration C: kathydros Beta Code: ka/qudros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very watery, full of water, κ. κρατήρ S.OC158 (lyr.); Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4.

German (Pape)

[Seite 1289] wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυδρος: ῠ, ον, πλήρης ὕδατος, κάθυδρος κρατήρ Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· χωρίον ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’eau, abondant en eau.
Étymologie: κατά, ὕδωρ.

Greek Monolingual

κάθυδρος, -ον (Α)
γεμάτος νερόκάθυδρος κρατήρ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άν-υδρος, έν-υδρος].

Greek Monotonic

κάθυδρος: [ῠ], -ον (ὕδωρ), αυτός που είναι γεμάτος νερό, κάθυδρος κρατήρ, ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.