καιροφυλακέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />guetter l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]], [[φύλαξ]].
|btext=-ῶ :<br />guetter l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]], [[φύλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καιροφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φύλαξ]]), [[περιμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Δημ.· επίσης, [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιροφῠλᾰκέω Medium diacritics: καιροφυλακέω Low diacritics: καιροφυλακέω Capitals: ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΚΕΩ
Transliteration A: kairophylakéō Transliteration B: kairophylakeō Transliteration C: kairofylakeo Beta Code: kairofulake/w

English (LSJ)

   A watch for the right time, c. acc., τὴν πόλιν D.23.173, Hyp.Phil.8; τὴν Χρῆσιν Arist.Pol.1337b41; ἔχθραν παλαιάν Olymp.Hist.p.460 D.: abs., App. Pun.88, Mith.70; also, attend on, Luc.Abd.16:—Pass., καιροφυλακεῖται Metrod.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassen, τὴν χρῆσιν, für die Anwendung, Arist. pol. 8, 3, u. a. Sp.; τὴν πόλιν, eine gelegene Zeit abpassen, um dem Staate zu schaden, Dem. 23, 173; so das pass., καιροφυλακεῖται Metrod. Stob. fl. 45, 26. – Auch = warten, pflegen, Luc. abd. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καιροφῠλᾰκέω: περιμένω τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται κατάχρησις αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― ὡσαύτως, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
guetter l’occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.

Greek Monotonic

καιροφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, (φύλαξ), περιμένω την κατάλληλη στιγμή, σε Δημ.· επίσης, επιμελούμαι, φροντίζω, σε Λουκ.