καταβιόω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταβιώσομαι, <i>ao.</i> κατεβίωσα, <i>ao.2</i> κατεβίων;<br />vivre jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιόω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταβιώσομαι, <i>ao.</i> κατεβίωσα, <i>ao.2</i> κατεβίων;<br />vivre jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐόω Medium diacritics: καταβιόω Low diacritics: καταβιόω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΟΩ
Transliteration A: katabióō Transliteration B: katabioō Transliteration C: katavioo Beta Code: katabio/w

English (LSJ)

aor.

   A κατεβίων Pl.Prt.355a, later κατεβίωσα Plb.12.28.6, Plu.Dem.24:—pass one's life, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Pl. l. c., cf. R.578c, Ph.1.627: c. part., κ. ξενιτεύων, σοφιστεύων, Plb.l.c., Plu. l.c.; κ. διώξαντες ἕτερον ἢ καὶ φυγόντες ὑφ' ἑτέρου Phld.Rh.2.166 S.; κ. γεωργοῦντες Str.13.4.10.    2 bring one's life to an end, die, λέγεται ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν Philostr.VS1.9.3.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βιόω), verleben, das Leben hinbringen; τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιόω: μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., ὡσαύτως κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καταβιώσομαι, ao. κατεβίωσα, ao.2 κατεβίων;
vivre jusqu’au bout.
Étymologie: κατά, βιόω.

Greek Monotonic

καταβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ κατεβίων, μεταγεν. αόρ. αʹ -εβίωσα· τελειώνω την ζωή μου, σε Πλάτ.