κακομέλετος: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακομέλετος]], -ον (Α)<br />ο [[γεμάτος]] κακούς οιωνούς, [[δυσοίωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μελετῶ</i>]. | |mltxt=[[κακομέλετος]], -ον (Α)<br />ο [[γεμάτος]] κακούς οιωνούς, [[δυσοίωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μελετῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκομέλετος:''' -ον ([[μέλομαι]]), [[πλήρης]], [[γεμάτος]] κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (μελέτη)
A busied with evil, full of evil augury, κ. ἰά A.Pers. 937 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1301] ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. θρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.
Greek (Liddell-Scott)
κακομέλετος: -ον, (μελέτη, οὐχὶ ἐκ τοῦ μέλος) πλήρης κακῶν οἰωνῶν, κακομέλετον ἰὰν Μαριανδυνοῦ θρηνητῆρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 936, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Μαριανδυνὸς θρῆνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante des malheurs.
Étymologie: κακός, μελέτη.
Greek Monolingual
κακομέλετος, -ον (Α)
ο γεμάτος κακούς οιωνούς, δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μελετῶ].
Greek Monotonic
κᾰκομέλετος: -ον (μέλομαι), πλήρης, γεμάτος κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.